- ψέλλισμα
- ψέλλισ-μα, ατος, τό,A inarticulate speech, of a child's attempts at talking, Him.Or.23.21; of a nurse's 'baby-talk', Sor.1.109 (pl.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ψέλλισμα — inarticulate speech neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψέλλισμα — το, ΝΑ [ψελλίζω] νεοελλ. το αποτέλεσμα τού ψελλίζω, δυσχέρεια στην άρθρωση τών λέξεων αρχ. (κυρίως για νήπια) ασαφής, άναρθρος λόγος … Dictionary of Greek
ψέλλισμα — το, ατος βλ. ψελλισμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ψελλισμάτων — ψέλλισμα inarticulate speech neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψελλίσμασι — ψέλλισμα inarticulate speech neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψελλίσμασιν — ψέλλισμα inarticulate speech neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψελλίσματα — ψέλλισμα inarticulate speech neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψελλίσματος — ψέλλισμα inarticulate speech neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραύλισμα — Διαταραχή του έναρθρου λόγου, που οφείλεται σε δυσχέρεια άρθρωσης των λέξεων, η οποία μπορεί να χαρακτηρίζεται από σπασμωδική επανάληψη μιας συλλαβής (κλονικό τ.), από δυσκολία εκφώνησης ενός ήχου ενώ το στόμα είναι ανοιχτό (τονικό τ.), από… … Dictionary of Greek
ψελλισμός — ο, ΝΑ [ψελλίζω] δυσχερής άρθρωση τών λέξεων, ψέλλισμα αρχ. 1. (για δάσκαλο) βραδύτητα ομιλίας 2. προσποιητός τρόπος ομιλίας 3. μτφ. (κυρίως για νόσο) η πρώτη αμυδρή και ασαφής εμφάνιση («ποδάγρας ψελλισμός», Πλούτ.) … Dictionary of Greek
ԹՈԹՈՎԱԽՕՍՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0816 Chronological Sequence: 13c գ. ψελλότης, ψέλλισμα balbuties, blaesitas Կակազութիւն. ... *Եւս վատթարագոյն է քան զբնութեամբ թոթովախօսութիւն. Գէ. ես … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)